κελαινόβρωτον

κελαινόβρωτον
κελαινόβρωτος
black and bloody with gnawing
masc/fem acc sg
κελαινόβρωτος
black and bloody with gnawing
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κελαινόβρωτος — κελαινόβρωτος, ον (Α) αυτός που είναι μαύρος και γεμάτος αίματα όταν τόν τρώει κάποιος («κελαινόβρωτον δ ἧπαρ ἐκθοινάσεται», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + βρωτός (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. θηρό βρωτος, πυρί βρωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”